Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Κι όμως, ο Γάλλος τα είδε όλα! Ο Καρίλ Φερέ ξεκίνησε τη συγγραφική του περιπέτεια από ένα μικρό χωριό της ρέμπελης Βρετάνης, και κατάφερε να χωρέσει την Αργεντινή των τελευταίων 40 χρόνων στο συναρπαστικό Μαπούτσε (μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Αγρα) που πείθει και τους πιο σκληροτράχηλους γνώστες των περιπετειών της. Είναι ένα μυθιστόρημα για την αγριότητα της δικτατορίας και τα παιχνίδια της δημοκρατίας, για την πολυεπίπεδη κρίση και τα παντοδύναμα κυκλώματα του παρελθόντος που τη νέμονται, για τη μνήμη, την απόδοση δικαιοσύνης και την κάθαρση-χωρίς εκδίκηση-αλλά- και-χωρίς-συγγνώμη, για το ματωμένο χτες που παγιδεύει το αύριο, για τις ακατάβλητες Γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη που κυνηγούν βασανιστές, για τα διχασμένα παιδιά των αγνοουμένων που υιοθετήθηκαν παράνομα από τους εκτελεστές των γονιών τους, για τους περήφανους ιθαγενείς Μαπούτσε που κατάντησαν παρίες και τους λαούς που αναζητούν την ταυτότητά τους σε έναν κόσμο ισοπεδωμένο από την παγκοσμιοποίηση. Ενα μυθιστόρημα για τον σκοτεινό ρόλο των Ευρωπαίων και για το φάντασμα του φασισμού. Εντέλει, ένα μυθιστόρημα για τη Λατινική Αμερική, την αλαζονική Δύση και έμμεσα για τη σημερινή Ελλάδα, βασισμένο σε ολοζώντανους χαρακτήρες και σκηνές ωμής βίας που κόβουν την ανάσα. Παρόλα αυτά, αν ζητήσεις από τον ίδιο τον συγγραφέα να σχολιάσει το βιβλίο του, θα σου πει ότι είναι ένα μυθιστόρημα για τη δύναμη της πολιτικής βούλησης και για τη δύναμη του έρωτα!
Καθισμένος προχθές το βράδυ σε μια ταβέρνα («Ροζαλία») στα Εξάρχεια, τρώγοντας σαρδέλες με τον εκδότη του Σταύρο Πετσόπουλο και τη μεταφράστριά του Αργυρώ Μακάρωφ, ο Φερέ έμοιαζε σαν μέρος του σκηνικού: ιδανικός δηλαδή για να εξερευνά την πραγματικότητα γύρω του χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Αυτό ήταν άλλωστε το διαβατήριό του για να διεισδύσει στις κοινωνίες της Νέας Ζηλανδίας, της Νότιας Αφρικής, της Αργεντινής και σήμερα της Χιλής όπου διαδραματίζονται τα μυθιστορήματά του, πολιτικά τα περισσότερα, με καίριες ιστορικές ή κοινωνικές πληροφορίες και σφιχτή αστυνομική πλοκή. Χαρακτηριστικά, το Χάκα (2003) που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, το Ζούλου (2008) όπου είναι βασισμένη η ταινία «Το ακρωτήρι της βίας» (Λιβάνης 2011, μτφ Γ. Καλαμαντής, βλ. και κεντρικές αθηναϊκές αίθουσες), το Μαπούτσε (2012), και το ανολοκλήρωτο ακόμα χιλιάνικο. Ολα με αναφορές σε προδομένες δημοκρατικές αξίες και σε ιθαγενικές φυλές ξεριζωμένες από τα πατρογονικά τους εδάφη.
«Διαλέγω χώρες που υποφέρουν», τόνισε στην «Εφ.Συν.», «εγκαθίσταμαι για πολύ καιρό, και κάνω έρευνα σε βάθος λειτουργώντας με έναν τρόπο δημοσιογραφικό. Χρειάζομαι τέσσερα χρόνια για κάθε βιβλίο. Οπωσδήποτε είμαι πολιτικοποιημένος αλλά δεν έχω ούτε τη συναισθηματική ούτε την ιδεολογική εμπλοκή στα πράγματα, που μπλοκάρει τους ντόπιους συγγραφείς. Μπορώ λοιπόν να πω αυτά που εκείνοι δεν θέλουν ακόμα να πουν, μπορώ να μιλήσω για θέματα ταμπού, και συλλαμβάνω πτυχές που οι τοπικές κοινωνίες δεν τις βλέπουν. Μπορώ λ.χ. να διακρίνω ότι ένα καθεστώς μπατάρει προς τον φασισμό. Αλλά δεν με ενδιαφέρει να υπαγορέψω στον αναγνώστη τη «σωστή» άποψη. Δεν είναι αυτός ο ρόλος της λογοτεχνίας».
Μικρόσωμος, νευρικός, με διάφανο γαλάζιο βλέμμα που όλα τα παρατηρεί, με στυλ ροκάδικο (καυχιέται ότι υπήρξε πανκ), χαλκαδάκι στο αφτί, στριφτό τσιγάρο στο χέρι, και ταλέντο στο να μιμείται και να παριστάνει καρικατούρες διαφόρων χαρακτήρων, ο Φερέ το παραδέχεται απροκάλυπτα: «Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων μου βρίσκονται πάντα σε σύγκρουση. Καθρεφτίζουν τις κοινωνικές διαμάχες. Δεν αντέχω τους μαλθακούς ανθρώπους, κι εγώ ο ίδιος είμαι σε διαρκή εγρήγορση διότι η ζωή είναι σύντομη».
Ετσι στο Μαπούτσε ξεκινάει από έναν Ρωμαίο και μια Ιουλιέτα «με πολύ ισχυρά ταμπεραμέντα», για να προχωρήσει στην ανατομία ενός κόσμου αδίστακτου, διαπλεκόμενου και διεφθαρμένου που λυμαίνεται από τα μέσα του ’70 μέχρι σήμερα, μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις η οποία προσπαθεί να ορθοποδήσει. Εκείνος, γλίτωσε από τις λαθραίες φυλακές του δικτάτορα Βιντέλα όπου χάθηκαν ο διανοούμενος πατέρας του και η μικρή του αδελφή, και τώρα εργάζεται ως ιδιωτικός ερευνητής για τις Γιαγιάδες. «Ζόρικος, ανακατωσούρας, ντοπαρισμένος με τα ανθρώπινα δικαιώματα» είναι ταγμένος σε έναν σκοπό: να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τους ατιμώρητους βασανιστές και να ξαναδώσει την αληθινή τους ταυτότητα στα 30-35χρονα σήμερα παιδιά των θυμάτων της χούντας. Εκείνη είναι μια περήφανη Μαπούτσε που εγκατέλειψε το ετοιμοθάνατο χωριό της στους πρόποδες των Ανδεων, και ζει ως γλύπτρια στο Μπουένος Αϊρες με μοναδική φίλη μια τραβεστί που εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη.
«Το ζητούμενο είναι να μάθουμε αν αυτοί οι δύο θα μπορέσουν να αγαπηθούν», σχολιάζει ο Φερέ. Αλλά μέχρι τότε ο αναγνώστης θα έχει δει όλες τις εκδοχές της σαπίλας σε ένα παζλ αλληλοϋποστήριξης και αλληλοεκβιασμών μεταξύ πολιτικών, στρατιωτικών, μυστικών πρακτόρων, γιατρών, ιερέων, επιχειρηματιών, γαιοκτημόνων. Ενα παζλ (εκείνος προτιμά να μιλά για καλειδοσκόπιο) που έσπασε με την πτώση της χούντας το 1982, αλλά ξανακλείδωσε για να εξαφανίσει τα ίχνη του βρόμικου πολέμου και να ξαναπάρει τα νήματα της εξουσίας.
Σ’ αυτό το τοπίο, τα παράνομα υιοθετημένα μωρά ήταν τα λάφυρα πολέμου.
…………………………………………………………………………………………………………………………….
«Ποτέ να μην ενδίδουμε στον φασισμό»
• Τόσο στο Ζούλου όσο και στο Μαπούτσε, που διαδραματίζονται σε χώρες, οι οποίες γνώρισαν την κρατική τρομοκρατία, εστιάζετε στη δεκαετία του ’90, όπου η αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν έφερε και την πολυπόθητη κοινωνική δικαιοσύνη. Ποιο ήταν το λάθος;
«Η ατιμωρησία. Τόσο στη Νότια Αφρική με την πολιτική των “μικρών βημάτων” του Μαντέλα όσο και στην Αργεντινή με την αμνηστία του Μένεμ, οι θύτες έμειναν ατιμώρητοι ή πέρασαν για λίγο από χρυσές φυλακές – μια κοροϊδία για τα μάτια του κόσμου. Οι νεαρές δημοκρατίες δεν κατάφεραν δηλαδή να γιατρέψουν τις παλιές παθογένειες επιβάλλοντας ένα σύστημα που να υπακούει σε δημοκρατικές αξίες, και τα προβλήματά τους εντάθηκαν με την παγκοσμιοποίηση. Βέβαια το γεγονός ότι ο ίδιος ο Βιντέλα πέθανε στη φυλακή (κάτι που έπρεπε να είχε γίνει και με τον Πινοτσέτ), έχει συμβολική σημασία, και οπωσδήποτε επηρέασε τις νοοτροπίες. Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα είναι ότι το ίδιο κύκλωμα που έλεγχε την πολιτική εξουσία στα χρόνια της δικτατορίας, ελέγχει την οικονομική εξουσία στα χρόνια της δημοκρατίας».
• Γιατί επιμένετε τόσο στο παράδειγμα των Γιαγιάδων της Πλατείας Μάη, που από το 1977 συγκεντρώνονται μπροστά από το προεδρικό μέγαρο του Μπουένος Αϊρες, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη των 30.000 ανθρώπων που εξαφάνισε το καθεστώς Βιντέλα μεταξύ 1976-1982;
«Αυτές οι γυναίκες που παρελαύνουν κάθε Πέμπτη έζησαν τα χειρότερα: έχασαν τα παιδιά τους όμως δεν μπόρεσαν να τα αποχαιρετίσουν θρηνώντας πάνω στα νεκρά τους κορμιά, ξέρουν ότι οι δικοί τους δολοφονήθηκαν, βασανίστηκαν με φρικτούς τρόπους, θάφτηκαν ζωντανοί ή πετάχτηκαν από αεροπλάνα, ξέρουν ότι οι εκτελεστές τους κυκλοφορούν ελεύθεροι, οι ίδιες βίωσαν πάμπολλες απορρίψεις από τις Αρχές, και κυνηγήθηκαν επειδή έχωναν τη μύτη τους σε κρυμμένα αποδεικτικά στοιχεία. Κι όμως έχουν τη δύναμη να επιμένουν λέγοντας: “οι βασανιστές μάς έκλεψαν τα πάντα, δεν μπορούν όμως να κλέψουν την αγάπη μας”».
• Πώς μπορεί να γιατρευτεί η σαπίλα που περιγράφετε;
«Με πολιτική βούληση. Εγώ πιστεύω ακόμα στην πολιτική κι ας μας λένε ότι η εξουσία ανήκει πλέον στην οικονομία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ξέρω ότι ο Μαντέλα με την εξυπνάδα του κατάφερε να φέρει ειρηνικά τη δημοκρατία σε μια χώρα που βρισκόταν στα πρόθυρα του χάους. Ξέρω ότι ο Νέστορ Κίρχνερ, ένας πολιτικός σχετικά άγνωστος, χωρίς εκτόπισμα και χωρίς ‘‘λέγειν’’, μόλις έγινε πρόεδρος της Αργεντινής το 2003 έδειξε έμπρακτα ότι ήθελε να αποκαταστήσει την κοινωνική δικαιοσύνη. Κατάργησε τους νόμους περί αμνηστίας, και έστειλε τα εγκλήματα της δικτατορίας ξανά στα δικαστήρια. Βέβαια από τις 800 υποθέσεις, μονάχα 12 ολοκληρώθηκαν στη θητεία του, και πολλοί μάρτυρες πέθαναν με ύποπτο τρόπο. Αλλά είπε και ‘‘όχι’’ στο ΔΝΤ και πήρε στα χέρια του την οικονομία της χώρας του. Κάποιοι πολιτικοί λοιπόν, πετυχαίνουν να αντισταθούν στην εξουσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ετσι συμβαίνει και με τον έρωτα. Ενώ λες, ‘‘πάει τελείωσε’’, μια συνάντηση σου ανατρέπει τη ζωή».
• Ποιο είναι το μήνυμα του Μαπούτσε για τον Ευρωπαίο αναγνώστη;
«Να μην ενδίδει στον φασισμό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ναζί κατέφυγαν στη Νότια Αμερική, ότι με το πρόσχημα του αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό συμμετείχαν στις τερατώδεις ενέργειες των δικτατοριών, και αργότερα, στην εδραίωση του συστήματος της νεοφιλελεύθερης εξουσίας την οποία ενίσχυσαν με τις συμβουλές τους και οι Γάλλοι παραστρατιωτικοί (OAS). Ο αέρας της απελευθέρωσης που φύσηξε, και το κλίμα της σοσιαλιστικής στροφής, υπονομεύτηκαν λοιπόν, λυσσαλέα. Και η μεν Αργεντινή κατέρρευσε από την κρίση του 2001-2002, αλλά με τον Κίρχνερ κατάφερε να επανακάμψει. Εμείς όμως που ζούμε σαν σε καθεστώς οικονομικής δικτατορίας –εσείς οι Ελληνες το ξέρετε καλύτερα– σε μια Ευρώπη που κλίνει όλο και δεξιότερα, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο φασισμός, ακόμα και όταν ηττάται, καταφέρνει να κληροδοτήσει την ιδεολογική και οικονομική κληρονομιά του σε ένα σύστημα με το οποίο έχει στενούς δεσμούς. Κι αυτό το σύστημα παίρνει μέτρα τόσο δυσβάσταχτα για την κοινωνία, ώστε πυροδοτεί μια δυσφορία την οποία αξιοποιεί η ακροδεξιά. Οσοι κρυφοκοιτάζουν λοιπόν προς τα εκεί, να προσέξουν: οι φασίστες δεν προτίθενται να μοιραστούν αυτή την εξουσία, αλλά να την ασκήσουν. Ετσι και στην περίπτωση της δικής σας Χρυσής Αυγής, το θέμα δεν είναι φυσικά το όνομα. Δεν θα αλλάξει αν λέγεται Γλυκιά Αυγή. Αρα το ζητούμενο δεν είναι να απαγορευτεί αυτό το κόμμα, αλλά η ιδεολογία που το τροφοδοτεί».
…………………………………………..
Ενα κολιέ από αυτιά
Η Μαπούτσε, πρωταγωνίστρια του Καρίλ Φερέ, όταν πια υποψιάζεται πως ο ντετέκτιβ μπορεί να έχει δολοφονηθεί, βγαίνει μόνη στο κυνήγι των «κακών». Και στολίζει τον λαιμό της με ένα ματωμένο κολιέ από αυτιά, όπως έκαναν οι λευκοί άποικοι που εξολόθρευαν τους Ινδιάνους έναντι αμοιβής ανάλογης με τα «κομμάτια» που παρέδιδαν. Ο ντετέκτιβ απ’ την πλευρά του, δεν διστάζει να βγάλει με τα χέρια του τα εντόσθια μιας δολοφονημένης γριάς για να διασώσει από τα γαστρικά υγρά της ένα πιστοποιητικό-φωτιά, σχετικό με την παράνομη υιοθεσία του γιου της. Μισότρελη πια, προσπαθούσε να το φάει όταν την βρήκαν οι παλιοί παραστρατιωτικοί, και την ξέκαναν για να σβήσουν κάθε ενοχοποιητικό ίχνος της εμπλοκής ενός υψηλά ιστάμενου προσώπου…
Εχει ασκηθεί σκληρή κριτική στον Φερέ για τη βία που διαποτίζει τα μυθιστορήματά του. Στο Μαπούτσε λ.χ. οι σκηνές σπλάτερ που θυμίζουν τα έργα του Ζαν Πατρίκ Μανσέτ, διαδέχονται η μια την άλλη. Ομως ο συγγραφέας επιμένει ότι όλες οι αγριότητες είναι καταγεγραμμένες σε μαρτυρίες που βρήκε στα αρχεία των Γιαγιάδων. «Δεν επινόησα τίποτα, έκανα απλώς μια σύνθεση των ιστοριών φρίκης. Ακόμα και η σκηνή του ποιητή πατέρα που σπάει το κρανίο του στον τοίχο της φυλακής όταν του πετούν το κεφάλι της έφηβης κόρης του, είναι αυθεντική. Απλώς διαμόρφωσα το προφίλ του έτσι ώστε να παραπέμπει στον τυπογράφο και συγγραφέα Ροδόλφο Γουόλς, που, σε αντίθεση με τον Μπόρχες, ύψωσε τη φωνή του ενάντια στο καθεστώς και η χούντα τον… εξαφάνισε».
Υπάρχει ωστόσο μια αρκετά διαδεδομένη άποψη που θεωρεί ότι αυτή η ακραία βία είναι ενδημική σε χώρες όπως οι λατινοαμερικανικές, η Νότια Αφρική ή η Νέα Ζηλανδία: χώρες «διαφορετικές». Και σ’ αυτό όμως απαντά ο Φερέ. «Αυτές οι χώρες αποικίστηκαν από τους ‘‘πολιτισμένους’’ Ευρωπαίους. Ακόμα και στις εσωτερικές τους συγκρούσεις ακολουθούν τους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς κώδικες. Γι’ αυτό έστησα εκεί τα βιβλία μου και όχι λ.χ. στην Ιαπωνία. Οι Ευρωπαίοι, αρχίζοντας από τους Ισπανούς του 15ου αι. και φθάνοντας στους φυγάδες ναζί του 20ού αιώνα, χρησιμοποίησαν την κουλτούρα τους για να ασκήσουν βία στους αυτόχθονες και να τους εκμεταλλευτούν. Ας μην έχουμε λοιπόν αυταπάτες: αυτή η βία είναι ευρωπαϊκή. Γι’ αυτό κι εγώ, που πιστεύω στην ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, φωνάζω ότι ‘‘θέλω μια Ε.Ε. διαφορετική’’».
mikela.loximatia@gmail.com