Αθλητές που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν αφήσει το στίγμα τους, έχουν κάνει τον κόσμο να ασχοληθεί μαζί τους και να τους αναπολήσει, ακόμα κι αν δεν δικαίωσαν ποτέ τη φήμη τους, επανεμφανίζονται στη «Μηχανή του Χρόνου». Το gazzetta.gr εντοπίζει τα βήματά τους, ακολουθεί την πορεία τους και βρίσκει τις... νέες ασχολίες τους!
Ο Κολομβιανός πρώην αμυντικός Χόρχε Μπερμούδες αποτέλεσε επιλογή του Τάκη Λεμονή στον Ολυμπιακό. Ήρθε στην Ελλάδα το 2001, με τις μετοχές του να είναι... στα ύψη, έχοντας μόλις κατακτήσει το Κόπα Λιμπερταδορες με τη Μπόκα. Η ομάδα του Μπουένος Άιρες πήρε 3.5 εκατομμύρια δολάρια για να τον αφήσει να έρθει στην Ελλάδα. Παρότι τον γούσταρε ο κόσμος, δεν ήταν αυτό που περίμενε το ελληνικό κοινό, με τους «αντίπαλους» να μετατρέπουν γρήγορα το παρατσούκλι του «Ελ Πατρόν», που σημαίνει «το αφεντικό», σε... Ελ Παλτόν.
«Αφεντικό» στη Μπόκα, όχι στον Ολυμπιακό...
Ωστόσο, ο Μπερμούδες συγκέντρωνε ένα «πακέτο» (Λατινοαμερικανός, παθιασμένος, δυναμικός) που έκανε πολλούς να τον συμπαθήσουν, έστω κι αν ήταν αργός για να παίξει ως κεντρικός αμυντικός στην ευθεία. Αργά ή γρήγορα κατάλαβαν όλοι ότι η φυσική του θέση ήταν λίμπερο. Ο Σωκράτης Κόκκαλης όταν τον είχε παρουσιάσει είχε ρωτήσει: «Ξέρετε ποιος είναι ο Μπερμούδες;» Για να απαντήσει μόνος του: «Είναι ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής και πιστεύω ότι, με τη μεταγραφή αυτή, ο Ολυμπιακός ενισχύεται για το πρωτάθλημα, το οποίο θέλει να κατακτήσει για έκτη συνεχόμενη φορά, αλλά και για το Champions League». Ο παίκτης, από την πλευρά του, είχε τονίσει ότι είναι πεινασμένος για τίτλους...
Έμεινε στον Ολυμπιακό για δύο χρονιές χωρίς να δικαιώσει τις προσδοκίες και τον Ιούλιο του 2003 συναντήθηκε με τον Γιώργο Λούβαρη και έλυσε κοινή συναινέσει το συμβόλαιό του. Συνολικά, στους «ερυθρόλευκους» έπαιξε 22 ματς, εκ των οποίων τα 8 ήταν για το Πρωτάθλημα. Στη συνέχεια, δηλώνοντας ότι δεν πήρε τις ευκαιρίες που άξιζε, επέστρεψε στην Αργεντινή, όπου φόρεσε τη φανέλα της Νιούελς Ολντ Μπόις. Έκανε ένα πέρασμα από το Εκουαδόρ και την τοπική Μπαρτσελόνα το 2004, για να επιστρέψει στη χώρα του το 2005. Έπαιξε στην Αμέρικα ντε Καλί, στη Ντεπορτίβο Περέιρα, τη Σάντα Φε και έκλεισε την καριέρα του στην ομάδα που την ξεκίνησε. Την Ντεπόρτες Κινδίο. Στο διάστημα που φόρεσε τη φανέλα της Μπόκα, πριν πάει στον Ολυμπιακό, κέρδισε τα πάντα. Τρία Πρωταθλήματα, δύο Κόπα Λιμπερταδόρες και ένα Διηπειρωτικό σε μια τετραετία. Η σχέση που ανέπτυξε με τον σύλλογο, ήταν εκπληκτική.
Το φινάλε στην καριέρα του ήρθε με ένα φιλικό τον Δεκέμβριο του 2008 σε ηλικία 37 ετών, στη γενέτειρά του, την Αρμένια της Κολομβίας. Οι εκλεκτοί καλεσμένοι ήταν αρκετοί, μεταξύ των οποίων και ο Ντιέγο Μαραντόνα, ο οποίος τότε ήταν προπονητής στην Εθνική Αργεντινής. Μάλιστα, ο Ντιεγιτο είχε δεχθεί με χαρά να δώσει το παρών στο αποχαιρετιστήριο ματς του El Patron, ωστόσο το πρωί της μέρας του αγώνα τον ενημέρωσε ότι τελικά δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί. Παρόλα αυτά, έπαιξαν άλλες μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Μάρτιν Παλέρμο, ο Χουάν Ρομάν Ρικέλμε, ο Κάρλος Βαλντεράμα, ο Ρενέ Ιγκίτα ο Φαμπιάν Εστάι που επίσης είχε περάσει από τον Ολυμπιακό, αλλά και ο πρώην προπονητής της Μπόκα Τζούνιορς, Κάρλος Μπιάνκι. Ο ίδιος ο Μπερμούδες έπαιξε στο ίδιο γήπεδο με τον πατέρα του (πρώην αμυντικός στην Ντεπόρτε Κινδίο) και τον γιο του!
Το πάλεψε με την προπονητική
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, αποφάσισε να συνεχίσει να ασχολείται ενεργά με τη μπάλα, ως προπονητής. Ξεκίνησε από την Ντέπορ Φουτμπόλ Κλαμπ, ομάδα της δεύτερης κατηγορίας της χώρας του, η οποία όμως είχε μια ιδιαιτερότητα. Η φανέλα της έμοιαζε με της Μπόκα! Στη συνέχεια, πέρασε από την Ντεπορτίβο Πάστο και την Αμέρικα ντε Κάλι, στην πρώτη κατηγορία της Κολομβίας. Στάθηκε στη σημασία του να αναλάβει έναν σύλλογο με τον οποίο είχε αγωνιστεί και είχε κερδίσει την πρώτη του συμμετοχή στην Εθνική. Για τον Μπερμούδες, το ποδόσφαιρο έχει να κάνει και με το συναίσθημα. Δεν το έβλεπε ποτέ ως ένα απλό... επάγγελμα. Με την Κολομβία, άλλωστε, είχε γράψει τη δική του ιστορία, έχοντας 56 συμμετοχές και τρία γκολ. Υπέγραψε μονοετές συμβόλαιο, με τη χρονική συγκυρία να είναι δύσκολη, καθώς η ομάδα είχε πολλά οικονομικά και αγωνιστικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή βαθμολογική θέση. Ήταν και το τελευταίο τεστ πριν κάνει το βήμα για την Αργεντινή.
Έγινε προπονητής στην Ντεφένσα και Χουστίσια το 2010 και δεν έκρυβε ότι όνειρό του ήταν να αναλάβει κάποια μέρα την τεχνική ηγεσία της Μπόκα Τζούνιορς και της Εθνικής Κολομβίας. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν καλά. Ο Κολομβιανός κατάφερε να καθίσει για μόλις 8 ματς στον πάγκο της ομάδας πριν απολυθεί, λόγω των κακών αποτελεσμάτων. Μια ήττα με 2-0 από την Αλμιράντε ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, καθώς οι blancos του Μπερμούδες είχαν τέσσερις ήττες και τέσσερις νίκες. Έτσι, τον Νοέμβριο του 2010 συναντήθηκε με τους διοικούντες και από κοινού αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερα να μην συνεχίσει. Την ίδια χρονιά το όνομά του ακούστηκε και για την τεχνική ηγεσία της αγαπημένης του Μπόκα, χωρίς ωστόσο το θέμα να προχωρήσει παραπέρα.
Η νέα καριέρα του
Πλέον, το είχε πάρει απόφαση να δει το ποδόσφαιρο από διαφορετική σκοπιά. Ανέλαβε χρέη σχολιαστή στο τηλεοπτικό δίκτυο ESPN της Αργεντινής, όπου και βρίσκεται μέχρι και σήμερα, όντας μόνιμος κάτοικος Μπουένος Άιρες. Ξεκίνησε με συμμετοχή σε βραδινή εκπομπή δύο φορές την εβδομάδα, καθώς και στην Κυριακάτικη «Balon Dividido». Μετά από λίγο καιρό, άρχισε να κάνει και σχόλιο σε παιχνίδια.
Πολύ συχνά καλείται να κάνει αναλύσεις στο Τσάμπιονς Λιγκ, έχοντας εμπειρία από την Ευρώπη. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι ρόλος του είναι να αναλύει και όχι να ασκεί κριτική. Παρόλα αυτά, δεν «κολλάει» να τα... χώσει στα σχόλια που κάνει και στις αναλύσεις του. Βγαίνει «ζωντανά» στο ESPN μετά από παιχνίδια, ενώ κάποιες φορές σχολιάζει και κατά τη διάρκεια των αγώνων. Όσον αφορά τους λόγους που επέλεξε να ξεκινήσει καριέρα σχολιαστή στην Αργεντινή και όχι στην πατρίδα του, τόνισε ότι: «Στην Αργεντινή οι πρώην ποδοσφαιριστές αντιμετωπίζονται με ωραίο τρόπο από τα Μέσα. Στην Κολομβία αυτό δεν ισχύει». Πάντα, άλλωστε, είχε καλή σχέση με τα Μedia και τον κόσμο, ενώ τον καλούν συχνά και από άλλα ΜΜΕ, εκτός ESPN, να καταθέσει το σχόλιό του.
Είναι θαυμαστής των γερμανικών ομάδων και της εξέλιξής τους τα τελευταία χρόνια. «Αυτό που γίνεται με τις γερμανικές ομάδες έχει ξεκινήσει εδώ και έξι χρόνια. Υπάρχει μια συνέχεια που αντανακλάται στη σοβαρότητα, την προσωπικότητα και τη σωστή κρίση που υπάρχει», λέει χαρακτηριστικά. Παρακολουθεί πολύ τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και κυρίως στις «μεγάλες» χώρες, ενώ σέβεται πάρα πολύ τον προπονητή και άνθρωπο Σέρχιο Μαρκαριάν, γνωστό από το πέρασμά του από τη χώρα μας, τον οποίο γνωρίζει από το 1992! «Όταν ήταν προπονητής στον Παναθηναϊκό, εγώ έπαιζα στον Ολυμπιακό. Αυτό που νιώθω για τον δάσκαλο Μαρκαριάν είναι θαυμασμός. Είναι ένας άνθρωπος που ξέρει πολλά πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο και για αυτό διατηρούμε επικοινωνία», τονίζει ο «Πατρόν».
Πάντα κοντά στο ποδόσφαιρο...
Tρανό παράδειγμα για το ότι δεν μασάει τα λόγια του ήταν η σκληρή κριτική που έκανε πριν από λίγο καιρό στην αγαπημένη του ομάδα: «Οι παίκτες της Μπόκα δείχνουν έλλειψη χαρακτήρα, πραγματικής αγάπης και αφοσίωσης. Κάθε ποδοσφαιριστής, όταν φοράει τη φανέλα της Μπόκα, πρέπει να ξεχνάει οτιδήποτε άλλο τον απασχολεί», δήλωνε.Ο ίδιος, άλλωστε, ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει να φοράς τη φανέλας της. Είχε σπεύσει μάλιστα να υπερασπιστεί τον Μπιάνκι, ρίχνοντας πολλές ευθύνες στον γυμναστή Ζουάν Μανουέλ Αλφάνο για τα προβλήματα μυϊκών τραυματισμών που εμφανίζουν οι παίκτες, αλλά και σε όλη την ομάδα, υποστηρίζοντας ότι η ευθύνη δεν πρέπει να βαραίνει μόνο τον τεχνικό.
Παράλληλα, ο Μπερμούδες ασχολείται με το ποδόσφαιρο ως αθλητικός διευθυντής στην Academia Panamericana de Futbol. Πρόκειται για ένα πρότζεκτ στο οποίο μπορούν να πάρουν μέρος ποδοσφαιριστές επαγγελματίες, μικρότερων κατηγοριών, ερασιτέχνες, παίκτες που είναι σε αποκατάσταση από σοβαρούς τραυματισμούς και άλλοι, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να δουλέψουν μεθοδικά και να φανούν περισσότερο, κάνοντας ουσιαστικά ένα υψηλού επιπέδου πρόγραμμα προετοιμασίας. Κάτι σαν καμπ υψηλότατου επιπέδου. Ο Μπερμούδες είναι ο επικεφαλής και εκείνος που έχει τον τελικό λόγο για τους συμμετέχοντες, οι οποίοι πρέπει να είναι άνω των 16 ετών.
Έτσι, διατηρεί την άμεση σχέση του με τη μπάλα και τα αποδυτήρια. Όπως δηλώνει, άλλωστε, είτε ως σχολιαστής είτε ως προπονητής, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η ζωή του να περιστρέφεται γύρω από το ποδόσφαιρο...
Follow @Thansarr